περιλήψει

περιλήψει
περίληψις
grasping with the hand
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
περιλήψεϊ , περίληψις
grasping with the hand
fem dat sg (epic)
περίληψις
grasping with the hand
fem dat sg (attic ionic)
περιλαμβάνω
embrace
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περίληψη — η / περίληψις, ήψεως, ΝΜΑ [περιλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιλαμβάνω 2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) σύντομη απόδοση τού περιεχομένου ενός κειμένου ή μιας ομιλίας («εν περιλήψει» και «σε περίληψη» σύντομα, με λίγα λόγια) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”